- αλαπάζω
- ἀλαπάζω (Α)1. αδειάζω, εξαντλώ2. καταβάλλω, κατανικώ3. εκπορθώ, λεηλατώ4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ- δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ- είναι προθεματικό στοιχείο από υστερογενή ανάπτυξη ή συστατικό τού θέμ. που αργότερα σιγήθηκε. [Πρβλ. λ.χ. τ. μέλλοντα λαπάξω στον Αισχύλοενεστ. τ. λαπάσσω «αδειάζω», ιατρ. όρογλώσσα λαπάζειν «ἐκκενοῦν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὄρυγμα» στον Ησύχιο και λαπαδνόν (= ἀλαπαδνόν) στις Ευμενίδες τού Αισχύλου]. Οπωσδήποτε, η χρήση τού τ. ἀλαπάζω ιδίως μετά τον Ὀμηρο, είναι πολύ περιορισμένη, συσχετίζεται δε ετυμολογικά με τις λέξεις λάπαθος*, λαπάρη* κ.τ.ό., ενώ από άλλους συνδέεται με το σανσκρ. alpa- «μικρός» και το λιθ. alpstu «αποκάμνω».ΠΑΡ. αρχ. ἀλαπαδνός].
Dictionary of Greek. 2013.